Ηπατίτιδα C

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, προκειμένου να εξηγηθεί μια ηπατίτιδα (φλεγμονή του συκωτιού) που επισυνέβαινε μετά από μεταγγίσεις αίματος ελεγμένου για μόλυνση από τους τότε γνωστούς ιούς της
ηπατίτιδας Α και Β, ονομάστηκε ηπατίτιδα non-A, non-B. Αυτή η ηπατίτιδα φαινόταν ότι οφειλόταν σε ένα ή περισσότερους ιούς και αποτελούσε το αίτιο του 80% περίπου των ηπατιτίδων που προκαλούντο από μεταγγίσεις αίματος και του 15% περίπου των σποραδικών περιπτώσεων ηπατιτίδων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (1989), ταυτοποιήθηκε ο υπεύθυνος ιός για την πρόκληση αυτής της ηπατίτιδας και ονομάσθηκε ιός της ηπατίτιδας C. Έκτοτε, με τις επίμοχθες επιστημονικές μελέτες γύρω από την φυσική πορεία της νόσου, τη δράση και τη συμπεριφορά του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό, σήμερα έχουμε φθάσει στο σημείο να μιλούμε για δραματικές εξελίξεις στην αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C δηλαδή στην ίαση των ασθενών μέχρι του σημείου για ‘δυνατότητα’ ακόμα και εξάλειψης της νόσου. Αυτή η σημαντική εξέλιξη οφείλεται στην ανακάλυψη σύγχρονων ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων που καταστέλλουν την δραστηριότητα του ιού της ηπατίτιδας C και άρα την καταστροφική δράση του στο ανθρώπινο οργανισμό, προσφέροντας παρατεταμένη ίαση στους ασθενείς.
Ηπατίτιδα C: Που οφείλεται η νόσος της ηπατίτιδας C και ποιος ο μηχανισμός πρόκλησης της νόσου;
Η νόσος ηπατίτιδα C οφείλεται στην μόλυνση του οργανισμού από τον ιό της ηπατίτιδας C και την πρόκληση φλεγμονής κυρίως στο συκώτι. Όπως συμβαίνει με όλους τους ιούς, αυτός αποτελεί την πιο απλή μορφή ζωής αποτελούμενος από γενετικό υλικό που είναι μια μονόκλωνη σπειροειδής αλυσίδα RNA(+) και από ένα περίβλημα πρωτεϊνών για το RNA προκειμένου να προστατεύεται από το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή (δηλαδή του ανθρώπου που προσβάλλει). Το γενετικό υλικό του ιού βρίσκεται στα διάφορα τμήματα του RNA αποτελώντας τα γονίδιά του, τα οποία έχουν κωδικοποιημένες πληροφορίες προκειμένου να επιτελέσει τις βασικές λειτουργίες της ζωής δηλαδή την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του μικροοργανισμού. Όμως, ο ιός για να επιτελέσει αυτές τις λειτουργίες χρειάζεται το ενδοκυττάριο περιβάλλον των κυττάρων του ξενιστή (δηλαδή πρέπει να εισέλθει στα κύτταρα του υγιούς ανθρώπου αλλιώς παραμένει εντελώς αδρανής), συμπεριφερόμενος ως ενδοκυτταρικό παράσιτο. Και όταν αναφερόμαστε στην παρασιτική δράση του ιού εννοούμε ότι εκμεταλλεύεται το γενετικό υλικό του κυττάρου-ξενιστή προκειμένου να αναπαραχθεί εις βάρος του με αποτέλεσμα την καταστροφή των προσβεβλημένων κυττάρων και στην θέση τους την εμφάνιση αντιγράφων του ιού τα οποία με τη σειρά τους μολύνουν άλλα κύτταρα του οργανισμού, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο παραγωγής ιών και καταστροφής ανθρωπίνων κυττάρων. Ειδικά δε για τον ιό της ηπατίτιδας C αξίζει να αναφερθεί ότι δεν εισέρχεται στο πυρήνα του κυττάρου του ξενιστή όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ιούς αλλά παραμένει στο κυτταρόπλασμά του. Σε αυτή την ιδιότητά του στηρίχθηκαν οι νεότερες μελέτες και η ανακάλυψη των νέων αντιϊκών φαρμάκων, τα οποία προκαλώντας αναστολή του πολλαπλασιασμού του για κάποιο διάστημα τελικά ο οργανισμός θα αποβάλλει τον ιό και με αυτό τον τρόπο θα επιτευχθεί εκρίζωση της ηπατίτιδας C. Ο ιός της ηπατίτιδας C για να εισέλθει μέσα στα κύτταρα του ανθρώπου χρησιμοποιεί υποδοχείς που υπάρχουν στην επιφάνεια του περιβλήματός του προκειμένου να συνδεθεί με χημικώς παρόμοιους υποδοχείς της επιφάνειας των κυττάρων του ανθρώπου. Πρόκειται για μια εκλεκτική σύνδεση-κατά κύριο λόγο-με τα ηπατικά κύτταρα (κύτταρα του συκωτιού), τα οποία παράλληλα παραπλανεί βρίσκοντας την ευκαιρία να εισέλθει στο εσωτερικό τους και να προκαλέσει την μόλυνση κυρίως των ηπατοκυττάρων. Η εισβολή αυτή του ιού στον οργανισμό του ξενιστή προκαλεί την διέγερση τουανοσοποιητικού του συστήματος και των πολύπλοκων μηχανισμών της κυτταρικής και χυμικής ανοσοαπόκρισής του (μηχανισμοί άμυνας του οργανισμού) με σκοπό την καταστροφή του ιού αλλά και με παράπλευρες απώλειες την καταστροφή κυττάρων του ίδιου του οργανισμού μολυσμένων ή μη. Ειδικά για τον ιό της ηπατίτιδας C, η ικανότητά του να μεταλλάσσεται εύκολα μέσω της ‘γονιδιωματικής νοημοσύνης’ του αλλάζοντας την σύστασή του προκειμένου να επιβιώσει, καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να εκφεύγει των μηχανισμών άμυνας του οργανισμού αλλά και της δράσης των φαρμάκων ή εμβολίων, συνεχίζοντας το καταστροφικό του έργο κυρίως για το συκώτι αλλά και την πρόκληση διαφόρων άλλων βλαβών στον οργανισμό του ξενιστή.
Ηπατίτιδα C: Συχνότητα της ηπατίτιδας C (επιδημιολογικά δεδομένα)
Η ηπατίτιδα C αποτελεί ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας που πλήττει το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού (περίπου 170 εκατομμύρια άτομα στο κόσμο) με 3-4 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις το χρόνο. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί το 0,5%-2% (περίπου 5 με 10 κατομμύρια άτομα) του πληθυσμού, με τον μεγαλύτερο επιπολασμό στις χώρες της Μεσογειακής λεκάνης παρατηρούμενη κυρίως στις ηλικίες 40-59ετών. Στην Ελλάδα μια εκτίμηση (δημοσκοπική μελέτη) υπολογίζει ότι το 1,4% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από ηπατίτιδα C (περίπου λίγο περισσότερο από 100.000 άτομα).
Ηπατίτιδα C: Πως μεταδίδεται η ηπατίτιδα C;
Ο ιός της ηπατίτιδας C έχει απομονωθεί σε διάφορα βιολογικά υγρά του ανθρώπινου οργανισμού (όπως αίμα, σάλιο, ιδρώτα, χολή, σπέρμα κά). Ωστόσο, την μεγαλύτερη συγκέντρωσή του την παρατηρούμε στο αίμα και για αυτό μικρές ποσότητες μολυσμένου αίματος αν έρθουν σε επαφή με το αίμα του υγιούς δυνατόν να του προκαλέσουν μόλυνση από τον ιό της ηπατίτιδας C. Επομένως ο κύριος τρόπος μετάδοσης του ιού της ηπατίτιδας C είναι η επαφή του υγιούς αίματος με το μολυσμένο αίμα, όπως συμβαίνει:
- αν έχετε λάβει μετάγγιση αίματος ή παραγώγων του (πλάσμα, αιμοπετάλια, ανθρώπινη ανοσοσφαιρίνη κλπ) πριν το 1992. Μετά την χρονολογία αυτή οι μεταγγίσεις θεωρούνται ασφαλείς, αφού πλέον ελέγχονται επαρκώς μέσω συστηματικών ελέγχων και είναι σπάνια-πρακτικά αδύνατη-η μόλυνση από τον ιό της ηπατίτιδας C
- αν έχετε κάνει ή κάνετε χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών ή και αναβολικών κυρίως με χρήση κοινών συρίγγων ατόμων-χρηστών που είναι μολυσμένα με τον ιό της ηπατίτιδας C
- ενδεχομένως, αν έχετε υποβληθεί σε ιατρικές πράξεις (μεταγγίσεις αίματος, χειρουργικές επεμβάσεις, παρεντερική χρήση φαρμάκων όπως ενδοφλέβιες ή ενδομυϊκές ενέσεις με κοινή χρήση βελονών και συρίγγων πολλαπλών χρήσεων, οδοντιατρικές επεμβάσεις κλπ)
- αν ανήκετε στα άτομα υψηλού επαγγελματικού κινδύνου όπως επαγγελματίες υγείας-ιατροί, νοσηλευτές, λοιπό παραϊατρικό βοηθητικό προσωπικό-, άτομα που φροντίζουν ασθενείς μολυσμένους με ηπατίτιδα C, όταν δεν τηρούνται οι γενικοί κανόνες υγιεινής και δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας ώστε να μην έρθει σε επαφή αίμα του υγιούς με το μολυσμένο αίμα του ασθενούς (τρύπημα από μολυσμένες σύριγγες ή ιατρικά εργαλεία, ανοικτές πληγές υγιούς και ασθενούς κλπ)
- αν έχετε κάνει τατουάζ ή τρύπημα σημείων του σώματος χωρίς να τηρηθούν οι γενικοί κανόνες υγιεινής και έχουν χρησιμοποιηθεί μολυσμένα εργαλεία με τον ιό της ηπατίτιδας C
- αν ανήκετε σε ειδικές ομάδες πληθυσμού με ειδικά προβλήματα υγείας όπως πολυμεταγγιζόμενα άτομα (ομόζυγη μεσογειακή αναιμία, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, αιμορροφιλικοί κλπ) (μετά το 1992 δεν υφίσταται πλέον τέτοιος κίνδυνος) ή αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς (τεχνητός νεφρός κλπ)-αν και σήμερα ο κίνδυνος αυτός είναι σπάνιος- ή μεταμοσχευμένοι ασθενείς με μολυσμένο μόσχευμα-αν και σήμερα θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι μεταμοσχεύσεις είναι απόλυτα ασφαλείς-
- αν ανήκετε στα άτομα με σεξουαλική δραστηριότητα υψηλού κινδύνου όπως εναλλαγή πολλών ερωτικών συντρόφων, σεξουαλική επαφή με ιερόδουλες που δεν έχουν ελεγχθεί για τον ιό αφού μελέτες καταγράφουν υψηλά ποσοστά μόλυνσής τους με τον ιό της ηπατίτιδας C, ομόφυλα ζευγάρια, πρωκτικό ή στοματικό σεξ (λόγω της αυξημένης πιθανότητας τραυματισμού), ερωτική επαφή κατά την διάρκεια της εμμήνου ρύσεως ή με άτομα που πάσχουν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και κυρίως από ερπητική λοίμωξη των γεννητικών οργάνων
- αν κάνετε κοινή χρήση με μολυσμένα άτομα διαφόρων προσωπικών αντικειμένων περιποίησης και φροντίδας του σώματος όπως νυχοκόπτες, ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, ψαλιδάκια, κουρευτικές μηχανές οπότε ευνοείται κυρίως η ενδοοικογενειακή μετάδοση της ηπατίτιδας C
- αν έχετε γεννηθεί από μητέρα με ηπατίτιδα C (κάθετη μετάδοση από μητέρα σε παιδί). Στην ερώτηση μιας μέλλουσας μητέρας για το πώς μπορεί να αποφύγει την μόλυνση του παιδιού της, η απάντηση της ιατρικής κοινότητας θα πρέπει να είναι ότι «δεν γνωρίζουμε ακριβώς». Φαίνεται πως ο κίνδυνος είναι μικρός αφού η μετάδοση είναι σπάνια (3%-5%) σχετιζόμενη με το υψηλό ιικό φορτίο της μητέρας στην έναρξη της γκυμοσύνης, την συλλοίμωξη με το τον ιό του AIDS (>30%) και κάποιους άλλους παράγοντες, μπορεί δε να είναι τόσο στην ενδομήτρια περίοδο ( συμπεριλαμβανομένων και των επεμβατικών μεθόδων ενδομήτριας παρακολούθησης του εμβρύου- πχ αμνιοπαρακέντηση;-) (30%) όσο και στην περιγεννητική περίοδο (επαφή του αίματος της μητέρας με το νεογνό πριν- κατά- μετά- τον τοκετό όπως με το σπάσιμο μεμβρανών, ρήξεων του κόλπου και περινέου, μαιευτικών πρακτικών κλπ)(40%). Η καισαρική τομή ως μέθοδος τοκετού δεν έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης στο νεογνό πλην ίσως της επιλεκτικής καισαρικής
- τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε ένα σημαντικό ποσοστό >30% των ασθενών με ηπατίτιδα C δεν αποκαλύπτεται η έκθεση σε κάποιο παράγοντα κινδύνου μετάδοσης του ιού Η ηπατίτιδα C
ΔΕΝ μεταδίδεται:
- με την τροφή ή το νερό
- με τα μαγειρικά σκεύη και σκεύη σερβιρίσματος
- από την κοινή χρήση τουαλετών
- από τις πισίνες
- από κουνούπια και άλλα έντομα
- με την κοινωνική επαφή (χειραψία, φιλί, αγκαλιά, βήχας, φτέρνισμα), τις εργασιακές, οικιακές και φυσικές δραστηριότητες με την προϋπόθεση της αποφυγής επαφής με μολυσμένο αίμα λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα προστασίας
- με την σεξουαλική επαφή μονογαμικών ετερόφυλων ζευγαριών (πιθανότητα μετάδοσης <1%)
- με το θηλασμό (εκτός και αν η θηλάζουσα έχει τραυματισμό των θηλών των μαστών)
Ηπατίτιδα C: Πως εκδηλώνεται η ηπατίτιδα C (συμπτώματα);
Η φυσική πορεία της νόσου μετά την είσοδο του ιού στο οργανισμό συνίσταται στην πρόκληση της μόλυνσής του, στην φάση της οξείας νόσου, στην μετάπτωσή σε χρόνια ηπατίτιδα και με την πρόοδο του χρόνου στην ανάπτυξη ίνωσης του ήπατος με τελική κατάληξη την ανεπανόρθωτη καταστροφή του δηλαδή την ανάπτυξη κίρρωσης του ήπατος ενώ είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ηπατοκυτταρικός καρκίνος. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της πορείας, η νόσος δεν εμφανίζει συμπτώματα ή η ηπιότητα των συμπτωμάτων είναι τέτοια που συνήθως δεν απασχολεί τους ασθενείς για την αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Όταν εμφανιστούν συμπτώματα συνήθως η νόσος είναι προχωρημένη με σοβαρές συνέπειες για την υγεία του ασθενούς.
Οξεία ηπατίτιδα C
Η οξεία ηπατίτιδα C εμφανίζεται μετά από ένα διάστημα 30-90 ημερών που αντιστοιχεί στο χρόνο επώασης του ιού στον οργανισμό μετά την είσοδό του σε αυτόν. Ωστόσο, μόνον το 20%-30% των μολυσμένων ασθενών θα εμφανίσουν συμπτώματα που προσομοιάζουν με ‘γριππώδη συνδρομή’ και συνήθως διαλάθουν της προσοχής (όπως αδυναμία, κακουχία, ανορεξία, τάση για έμετο, μυαλγίες, αρθραλγίες, κοιλιακό πόνο με εστίαση στη περιοχή του συκωτιού κά) καθώς και παράδοξα παροδικά συμπτώματα όπως απέχθεια στο αλκοόλ, στο κάπνισμα και στις λιπαρές τροφές.
Για τους ασθενείς με οξεία ηπατίτιδα C θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι:
i) το 25% περίπου των ασθενών θα αυτοϊαθούν απομακρύνοντας τον ιό σε ένα διάστημα 2-6 μηνών και μάλιστα σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι ασθενείς με εντονότερα συμπτώματα (εμφάνιση ικτέρου-‘χρυσή’-),
ii) σε σπάνιες ευτυχώς περιπτώσεις (<1%) η οξεία ηπατίτιδα θα έχει βαριά εικόνα και θα χαρακτηριστεί ως κεραυνοβόλος ηπατίτιδα με υψηλή θνητότητα 80%-90% και πιθανή αντιμετώπιση την μεταμόσχευση ήπατος και
iii) το μεγαλύτερο ποσοστό 70%-80% των ασθενών θα μεταπέσει σε χρόνια ηπατίτιδα C.
Χρόνια ηπατίτιδα C
Όπως προαναφέρθηκε, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών μετά την οξεία φάση διάρκειας μεγαλύτερης των 6 μηνών θα μεταπέσει σε χρόνια ηπατίτιδα C αφού δεν θα καταφέρει να αποβάλλει τον ιό. Διατρέχοντας η νόσος κυρίως χωρίς συμπτώματα ή πολύ σπάνια με ήπια συμπτώματα που διαλάθουν της προσοχής, οι μολυσμένοι ασθενείς δυνατόν να μην προκαλούν βλάβη στο συκώτι τους σε ποσοστό περίπου 5%-10% των ασθενών (χρόνιος φορέας της ηπατίτιδας C), εν αντιθέσει με το υπόλοιπο 90%-95% των ασθενών που θα παρουσιάσουν βλάβη (φλεγμονή και ίνωση του ήπατος) και με το 20% εξ αυτών να εμφανίσουν ανεπανόρθωτη βλάβη όπως κίρρωση του ήπατος. Μάλιστα, η εξέλιξη της φλεγμονής και της ίνωσης προς κίρρωση του ήπατος φαίνεται να επιβαρύνεται από τις τυχόν συλλοιμώξεις του ασθενούς με τον ιό της ηπατίτιδας Β και του AIDS, την χρήση αλκοόλ, την μεγαλύτερη ηλικία (άνω των 40 ετών) σε σχέση με την μικρότερη ηλικία των ασθενών, το φύλο όπου οι άνδρες επιβαρύνονται περισσότερο σε σχέση με τις γυναίκες, την παχυσαρκία, τον διαβήτη, την λιπώδη εκφύλιση του ήπατος κά. Η παρουσία κίρρωσης του ήπατος φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης ηπατοκυτταρικού καρκίνου σε ποσοστό 3%-4% ετησίως, ενώ κίρρωση και ηπατοκυτταρικός καρκίνος αποτελούν τα κύρια αίτια θανάτου των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C.
Ηπατίτιδα C: Πως γίνεται η διάγνωση της νόσου της ηπατίτιδας C;
Όπως αναφέρεται συχνά σε αυτό το κείμενο, η ηπατίτιδα C εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή αυτά είναι τόσο ήπια που συνήθως δεν προκαλούν την προσοχή. Η διάγνωση συνήθως γίνεται είτε σε τυχαίο είτε σε στοχευμένο έλεγχο βάσει της υποψίας για πιθανή έκθεση στον ιό (τρόποι μετάδοσής του) ή στα πλαίσια διερεύνησης παθολογικής ηπατικής βιοχημείας σε εξετάσεις αίματος. Οι εξετάσεις για την διάγνωση της ηπατίτιδας C προτείνονται από τον ιατρό σας προκειμένου να αξιολογηθούν από μόνες τους ή συνδυαστικά και με άλλα ιατρικά δεδομένα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως επιβεβαίωση ή μη ύπαρξης της νόσου, της κατάστασης υγείας του συκωτιού και του οργανισμού, την έναρξη ή μη θεραπείας καθώς και προγνωστικά για την νόσο και την αποτελεσματικότητα της τυχόν θεραπείας. Η διάγνωση στηρίζεται σε ειδικές εξετάσεις αίματος όπως είναι η ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του ιού (anti-HCV) και στο προσδιορισμό του γενετικού υλικού του ιού και των αντιγράφων του στο αίμα (HCVRNA). Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθούν ότι, το αρνητικό αποτέλεσμα των anti-HCV δεν αποκλείει την νόσο αφού δυνατόν να χρειαστεί χρονικό διάστημα 3-6 μηνών (φαινόμενο ‘παραθύρου’) για να τα παράγει ο οργανισμός ως αποτέλεσμα της έκθεσής του στον ιό καθώς επίσης το θετικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει νόσο αφού και μετά την εκρίζωση του ιού τα αντισώματα δυνατόν να παραμένουν για πολλά χρόνια ή και δια βίου στον οργανισμό. Επιπλέον, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα αντισώματα αυτά δεν είναι εξουδετερωτικά του ιού αφήνοντας ανοσία στο οργανισμό όπως συμβαίνει με άλλους μικροοργανισμούς αλλά αναγνωριστικά της ύπαρξής του. Η επιβεβαίωση της ύπαρξης του ιού γίνεται με τον προσδιορισμό του γενετικού ιικού φορτίου του σε εξέταση αίματος και ονομάζεται HCV-RNA. Και εδώ το αρνητικό του αποτελέσματος δεν αποκλείει την νόσο αφού δυνατόν να χρειαστεί πλέον των 3 μηνών από την έκθεση στον ιό για να εμφανιστεί στο αίμα. Δυνατόν όμως να υποβληθείτε και σε συμπληρωματικές ειδικές εξετάσεις αίματος όπως για τον προσδιορισμό του τύπου του ιού (γονότυπος), την ταυτοποίηση τυχόν εξωηπατικών εκδηλώσεων και τυχόν συλλοιμώξεων αλλά και για τον προσδιορισμό της δραστηριότητας και του επιπέδου βαρύτητας της νόσου. Σε αυτές τις εξετάσεις θα πρέπει να προστεθούν και απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα ήπατος-σπληνός με ή χωρίς μελέτη της ροής του αίματος στο πυλαιοσπληνικό σύστημα αγγείων, η ελαστογραφία ήπατος και η σπανίως σήμερα χρησιμοποιούμενη βιοψία ήπατος. Ειδικά για την ελαστογραφία ήπατος, πρόκειται για μία ακίνδυνη εξέταση που μετρά την σκληρότητα του ήπατος (επίπεδο ίνωσης της νόσου) και έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την βιοψία ήπατος.
Ηπατίτιδα C: Σήμερα, υπάρχει επαρκής θεραπεία για την ηπατίτιδα C;
Μέχρι προσφάτως οι θεραπείες της χρόνιας ηπατίτιδας C χαρακτηρίζονταν, από χαμηλή συμμόρφωση των ασθενών (ακούσια και εκούσια πρώϊμη διακοπή της θεραπείας) λόγω της μακροχρόνιας λήψης ενέσιμων κυρίως μορφών φαρμάκων που εμφάνιζαν πολλές και σοβαρές παρενέργειες αλλά και από μικρή αποτελεσματικότητα (δεν ξεπερνούσε το 50% και αυτό το ποσοστό σε λίγες περιπτώσεις) μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης του ασθενούς με υποτροπή της νόσου μετά την διακοπή της θεραπείας. Σήμερα όμως οι νέες θεραπείες χαρακτηρίζονται από υψηλή αποτελεσματικότητα (>95% και
σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και 100% μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης ακόμα και εκρίζωσης του ιού), υψηλή συμμόρφωση στην θεραπεία αφού πρόκειται για βραχυχρόνια θεραπεία (8-12
εβδομάδες) με χάπια που έχουν ελάχιστες ήπιες παρενέργειες ώστε να μπορούμε να μιλάμε για δυνατότητα παγκόσμιας εκρίζωσης της χρόνιας ηπατίτιδας C στο άμεσο μέλλον.
Ηπατίτιδα C: Μπορούμε να προφυλαχθούμε από την ηπατίτιδα C (πρόληψη);
‘Επίνοσα’ άτομα
Τα άτομα που δεν έχουν μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας C (‘επίνοσα’ άτομα) θα πρέπει να ακολουθούν τους γενικούς κανόνες υγιεινής καθώς και ειδικά μέτρα προστασίας, αναλόγως της ατομικής έκθεσης στο κίνδυνο και κυρίως της ομάδας του γενικού πληθυσμού που ανήκουν και της επικινδυνότητάς τους για πιθανή μόλυνση από τον ιό. Δυστυχώς μέχρι σήμερα η λύση της ενεργητικής ανοσοποίησης με εμβολιασμό κατά του ιού της ηπατίτιδας C ως μέσο πρόληψης δεν είναι δυνατή λόγω τεχνικών προβλημάτων στην παραγωγή του, αν και θα πρέπει να αναφερθεί ότι γίνονται σημαντικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Γνωρίζοντας τον τρόπο μετάδοσης του ιού εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να προστατευτούμε από μία ενδεχόμενη μόλυνση. Έτσι κάποια από αυτά τα μέτρα είναι: η μη χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών, κοινών συριγγών και βελονών, η αποφυγή κοινής χρήσης προσωπικών ειδών όπως οδοντόβουρτσες, ξυραφάκια κλπ, η χρήση προφυλακτικού κατά την σεξουαλική επαφή πλην ίσως της περίπτωσης μονογαμικών ετερόφυλων ζευγαριών, η χρήση προστατευτικών ειδών όπως γάντια, μάσκα, γυαλιά, ποδιές κά, η περιποίηση και η προστασία ανοικτών πληγών του σώματος αν έρχεστε σε στενή επαφή με γνωστό πάσχοντα από ηπατίτιδα C καθώς και να γίνεται σωστή διαχείριση μέσω απόρριψης ή απολύμανσης των διαφόρων μολυσμένων υλικών και εργαλείων όπως βελόνες, σύριγγες, αιχμηρά αντικείμενα και άλλα ιατρικά εργαλεία. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στην ικανότητα του ιού να επιβιώνει στο εξωτερικό περιβάλλον για 16 ώρες έως 4 ημέρες σε συνήθη θερμοκρασία περιβάλλοντος καθώς και μέχρι 20ημέρες σε ιδιαίτερες συνθήκες όπως πχ μέσα σε σύριγγες. Για το λόγο αυτό οι μολυσμένες με τον ιό εξωτερικές επιφάνειες (παρουσία ξεραμένου ή προσφάτου αίματος) θα πρέπει να απολυμαίνονται με αδιάλυτη χλωρίνη και να απορρίπτονται υλικά ή εργαλεία μιας χρήσης (όπως πχ οι σύριγγες).
Νοσούντα άτομα
Τα νοσούντα από ηπατίτιδα C άτομα θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή ιατρική παρακολούθηση, να μειώνουν την φυσική τους δραστηριότητα σε περιόδους που η νόσος παρουσιάζει ενεργότητα, να
εμβολιάζονται για τις ηπατίτιδες Α και Β, να αποφεύγουν την κατανάλωση αλκοόλ, να αποφεύγουν-εφόσον είναι δυνατόν-την χρήση δυνητικά ηπατοτοξικών φαρμάκων σε συνεννόηση με τον ιατρό τους,να μην μοιράζονται με άλλους τα προσωπικά τους αντικείμενα αφού μπορεί να φέρουν αίμα πχ ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες κλπ, να καλύπτουν κάθε ανοικτή πληγή στο σώμα τους, να καθαρίζουν με αδιάλυτη χλωρίνη την τυχόν παρουσία του αίματός τους στις διάφορες επιφάνειες και να ενημερώνουν το περιβάλλον τους ώστε να λαμβάνονται τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας από τα άτομα με τα οποία έρχονται σε επαφή. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει, ότι τα άτομα αυτά δεν θα πρέπει να περιθωριοποιούνται κοινωνικά τουναντίον θα πρέπει να διατηρούν την κοινωνική, εργασιακή και φυσική τους δραστηριότητα εφόσον λαμβάνονται μέτρα προστασίας.
Ηπατίτιδα C: Συνοψίζοντας…
Χρειάστηκαν 30 και πλέον χρόνια επιστημονικής έρευνας για να έχουμε μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της νόσου της ηπατίτιδας C (ανακάλυψη του αιτίου της ηπατίτιδας, επαρκή μέσα διάγνωσης και παρακολούθησης της νόσου αλλά και ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία), ώστε σήμερα να μπορούμε να μιλάμε για δυνατότητα εξάλειψης της νόσου. Έτσι, το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στην ανεύρεση των ατόμων που πάσχουν από ηπατίτιδα C. Αυτά τα άτομα δυνατόν να μην γνωρίζουν ότι πάσχουν εξαιτίας της ύπουλης διαδρομής της νόσου (ασθενείς χωρίς συμπτώματα) και κατά συνέπεια να επιβαρύνεται η υγεία τους καταλήγοντας στα συμπτωματικά τελικά στάδια της εξέλιξής της που είναι η κίρρωση του ήπατος και ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος αποτελώντας τις κύριες αιτίες θανάτου των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C. Εξάλλου, σήμερα αν και οι κύριες εστίες μόλυνσης ελέγχονται επαρκώς με αποτέλεσμα οι νέες περιπτώσεις να έχουν μειωθεί δραματικά μετά το 1992, περιπτώσεις από ομάδες πληθυσμού υψηλού κινδύνου αλλά και ατόμων με πιθανή μόλυνση κατά το παρελθόν εξακολουθούν να παραμένουν αδιάγνωστες αποτελώντας εστίες μόλυνσης για τους υγιείς με αποτέλεσμα την διαιώνιση της νόσου. Για το σκοπό αυτό, αν ανήκετε στα άτομα που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945-1980 ή/και αναγνωρίζεται την πιθανή έκθεσή σας στον ιό βάσει του τρόπου μετάδοσής του (βλ. παραπάνω) ή/και είστε ή υπήρξατε χρήστης ενδοφλέβιων ναρκωτικών ή τρόφιμοι φυλακών, αναζητήστε την συμβουλή του γαστρεντερολόγου σας προκειμένου να υποβληθείτε στις κατάλληλες εξετάσεις. Αν τελικά αποδειχθεί ότι πάσχετε από χρόνια ηπατίτιδα C και αφού εκτιμηθείτε από τον ιατρό σας για την κατάσταση της υγείας σας (και με την χρήση κάποιων ειδικών εξετάσεων), δυνατόν να υποβληθείτε σε θεραπεία. Σήμερα η θεραπεία της ηπατίτιδας C στηρίζεται σε νέα φάρμακα που εξασφαλίζουν, την συμμόρφωση του ασθενούς-αφού χορηγούνται σε μορφή χαπιών και είναι καλύτερα ανεκτά-, είναι ασφαλή- αφού έχουν λίγες και ήπιες παρενέργειες- και λίαν αποτελεσματικά-αφού εξασφαλίζουν στους ασθενείς έως και 100% παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης ή και εκρίζωσης του ιού-. Με αυτές τις νέες θεραπείες αναχαιτίζεται η εξέλιξη της νόσου σταματώντας την καταστροφική της δράση στον ασθενή. Δικαίως η διεθνής ιατρική κοινότητα ευελπιστεί στην εξάλειψη της ηπατίτιδας C μέσα στις επόμενες 1-2 δεκαετίες, υποστηριζόμενη όμως και από συλλογικές δράσεις αναγνώρισης και αντιμετώπισης της νόσου στον γενικό πληθυσμό («Ευρωπαϊκό Μανιφέστο εξάλειψης της ηπατίτιδας C», «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C»). Τέλος, τα άτομα με ηπατίτιδα C δεν θα πρέπει να απομονώνονται κοινωνικά διατηρώντας την δυνατότητά τους για πλήρη κοινωνική, εργασιακή και φυσική δραστηριότητα αρκεί να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τόσο από τους ίδιους ασθενείς όσο και από τα άτομα που συναναστρέφονται τους ασθενείς.
Γιάννης Δρίκος, Γαστρεντερολόγος
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, προκειμένου να εξηγηθεί μια ηπατίτιδα (φλεγμονή του συκωτιού) που επισυνέβαινε μετά από μεταγγίσεις αίματος ελεγμένου για μόλυνση από τους τότε γνωστούς ιούς της
ηπατίτιδας Α και Β, ονομάστηκε ηπατίτιδα non-A, non-B. Αυτή η ηπατίτιδα φαινόταν ότι οφειλόταν σε ένα ή περισσότερους ιούς και αποτελούσε το αίτιο του 80% περίπου των ηπατιτίδων που προκαλούντο από μεταγγίσεις αίματος και του 15% περίπου των σποραδικών περιπτώσεων ηπατιτίδων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (1989), ταυτοποιήθηκε ο υπεύθυνος ιός για την πρόκληση αυτής της ηπατίτιδας και ονομάσθηκε ιός της ηπατίτιδας C. Έκτοτε, με τις επίμοχθες επιστημονικές μελέτες γύρω από την φυσική πορεία της νόσου, τη δράση και τη συμπεριφορά του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό, σήμερα έχουμε φθάσει στο σημείο να μιλούμε για δραματικές εξελίξεις στην αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C δηλαδή στην ίαση των ασθενών μέχρι του σημείου για ‘δυνατότητα’ ακόμα και εξάλειψης της νόσου. Αυτή η σημαντική εξέλιξη οφείλεται στην ανακάλυψη σύγχρονων ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων που καταστέλλουν την δραστηριότητα του ιού της ηπατίτιδας C και άρα την καταστροφική δράση του στο ανθρώπινο οργανισμό, προσφέροντας παρατεταμένη ίαση στους ασθενείς.
Ηπατίτιδα C: Που οφείλεται η νόσος της ηπατίτιδας C και ποιος ο μηχανισμός πρόκλησης της νόσου;
Η νόσος ηπατίτιδα C οφείλεται στην μόλυνση του οργανισμού από τον ιό της ηπατίτιδας C και την πρόκληση φλεγμονής κυρίως στο συκώτι. Όπως συμβαίνει με όλους τους ιούς, αυτός αποτελεί την πιο απλή μορφή ζωής αποτελούμενος από γενετικό υλικό που είναι μια μονόκλωνη σπειροειδής αλυσίδα RNA(+) και από ένα περίβλημα πρωτεϊνών για το RNA προκειμένου να προστατεύεται από το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή (δηλαδή του ανθρώπου που προσβάλλει). Το γενετικό υλικό του ιού βρίσκεται στα διάφορα τμήματα του RNA αποτελώντας τα γονίδιά του, τα οποία έχουν κωδικοποιημένες πληροφορίες προκειμένου να επιτελέσει τις βασικές λειτουργίες της ζωής δηλαδή την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του μικροοργανισμού. Όμως, ο ιός για να επιτελέσει αυτές τις λειτουργίες χρειάζεται το ενδοκυττάριο περιβάλλον των κυττάρων του ξενιστή (δηλαδή πρέπει να εισέλθει στα κύτταρα του υγιούς ανθρώπου αλλιώς παραμένει εντελώς αδρανής), συμπεριφερόμενος ως ενδοκυτταρικό παράσιτο. Και όταν αναφερόμαστε στην παρασιτική δράση του ιού εννοούμε ότι εκμεταλλεύεται το γενετικό υλικό του κυττάρου-ξενιστή προκειμένου να αναπαραχθεί εις βάρος του με αποτέλεσμα την καταστροφή των προσβεβλημένων κυττάρων και στην θέση τους την εμφάνιση αντιγράφων του ιού τα οποία με τη σειρά τους μολύνουν άλλα κύτταρα του οργανισμού, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο παραγωγής ιών και καταστροφής ανθρωπίνων κυττάρων. Ειδικά δε για τον ιό της ηπατίτιδας C αξίζει να αναφερθεί ότι δεν εισέρχεται στο πυρήνα του κυττάρου του ξενιστή όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ιούς αλλά παραμένει στο κυτταρόπλασμά του. Σε αυτή την ιδιότητά του στηρίχθηκαν οι νεότερες μελέτες και η ανακάλυψη των νέων αντιϊκών φαρμάκων, τα οποία προκαλώντας αναστολή του πολλαπλασιασμού του για κάποιο διάστημα τελικά ο οργανισμός θα αποβάλλει τον ιό και με αυτό τον τρόπο θα επιτευχθεί εκρίζωση της ηπατίτιδας C. Ο ιός της ηπατίτιδας C για να εισέλθει μέσα στα κύτταρα του ανθρώπου χρησιμοποιεί υποδοχείς που υπάρχουν στην επιφάνεια του περιβλήματός του προκειμένου να συνδεθεί με χημικώς παρόμοιους υποδοχείς της επιφάνειας των κυττάρων του ανθρώπου. Πρόκειται για μια εκλεκτική σύνδεση-κατά κύριο λόγο-με τα ηπατικά κύτταρα (κύτταρα του συκωτιού), τα οποία παράλληλα παραπλανεί βρίσκοντας την ευκαιρία να εισέλθει στο εσωτερικό τους και να προκαλέσει την μόλυνση κυρίως των ηπατοκυττάρων. Η εισβολή αυτή του ιού στον οργανισμό του ξενιστή προκαλεί την διέγερση τουανοσοποιητικού του συστήματος και των πολύπλοκων μηχανισμών της κυτταρικής και χυμικής ανοσοαπόκρισής του (μηχανισμοί άμυνας του οργανισμού) με σκοπό την καταστροφή του ιού αλλά και με παράπλευρες απώλειες την καταστροφή κυττάρων του ίδιου του οργανισμού μολυσμένων ή μη. Ειδικά για τον ιό της ηπατίτιδας C, η ικανότητά του να μεταλλάσσεται εύκολα μέσω της ‘γονιδιωματικής νοημοσύνης’ του αλλάζοντας την σύστασή του προκειμένου να επιβιώσει, καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να εκφεύγει των μηχανισμών άμυνας του οργανισμού αλλά και της δράσης των φαρμάκων ή εμβολίων, συνεχίζοντας το καταστροφικό του έργο κυρίως για το συκώτι αλλά και την πρόκληση διαφόρων άλλων βλαβών στον οργανισμό του ξενιστή.
Ηπατίτιδα C: Συχνότητα της ηπατίτιδας C (επιδημιολογικά δεδομένα)
Η ηπατίτιδα C αποτελεί ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας που πλήττει το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού (περίπου 170 εκατομμύρια άτομα στο κόσμο) με 3-4 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις το χρόνο. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί το 0,5%-2% (περίπου 5 με 10 κατομμύρια άτομα) του πληθυσμού, με τον μεγαλύτερο επιπολασμό στις χώρες της Μεσογειακής λεκάνης παρατηρούμενη κυρίως στις ηλικίες 40-59ετών. Στην Ελλάδα μια εκτίμηση (δημοσκοπική μελέτη) υπολογίζει ότι το 1,4% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από ηπατίτιδα C (περίπου λίγο περισσότερο από 100.000 άτομα).
Ηπατίτιδα C: Πως μεταδίδεται η ηπατίτιδα C;
Ο ιός της ηπατίτιδας C έχει απομονωθεί σε διάφορα βιολογικά υγρά του ανθρώπινου οργανισμού (όπως αίμα, σάλιο, ιδρώτα, χολή, σπέρμα κά). Ωστόσο, την μεγαλύτερη συγκέντρωσή του την παρατηρούμε στο αίμα και για αυτό μικρές ποσότητες μολυσμένου αίματος αν έρθουν σε επαφή με το αίμα του υγιούς δυνατόν να του προκαλέσουν μόλυνση από τον ιό της ηπατίτιδας C. Επομένως ο κύριος τρόπος μετάδοσης του ιού της ηπατίτιδας C είναι η επαφή του υγιούς αίματος με το μολυσμένο αίμα, όπως συμβαίνει:
- αν έχετε λάβει μετάγγιση αίματος ή παραγώγων του (πλάσμα, αιμοπετάλια, ανθρώπινη ανοσοσφαιρίνη κλπ) πριν το 1992. Μετά την χρονολογία αυτή οι μεταγγίσεις θεωρούνται ασφαλείς, αφού πλέον ελέγχονται επαρκώς μέσω συστηματικών ελέγχων και είναι σπάνια-πρακτικά αδύνατη-η μόλυνση από τον ιό της ηπατίτιδας C
- αν έχετε κάνει ή κάνετε χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών ή και αναβολικών κυρίως με χρήση κοινών συρίγγων ατόμων-χρηστών που είναι μολυσμένα με τον ιό της ηπατίτιδας C
- ενδεχομένως, αν έχετε υποβληθεί σε ιατρικές πράξεις (μεταγγίσεις αίματος, χειρουργικές επεμβάσεις, παρεντερική χρήση φαρμάκων όπως ενδοφλέβιες ή ενδομυϊκές ενέσεις με κοινή χρήση βελονών και συρίγγων πολλαπλών χρήσεων, οδοντιατρικές επεμβάσεις κλπ)
- αν ανήκετε στα άτομα υψηλού επαγγελματικού κινδύνου όπως επαγγελματίες υγείας-ιατροί, νοσηλευτές, λοιπό παραϊατρικό βοηθητικό προσωπικό-, άτομα που φροντίζουν ασθενείς μολυσμένους με ηπατίτιδα C, όταν δεν τηρούνται οι γενικοί κανόνες υγιεινής και δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας ώστε να μην έρθει σε επαφή αίμα του υγιούς με το μολυσμένο αίμα του ασθενούς (τρύπημα από μολυσμένες σύριγγες ή ιατρικά εργαλεία, ανοικτές πληγές υγιούς και ασθενούς κλπ)
- αν έχετε κάνει τατουάζ ή τρύπημα σημείων του σώματος χωρίς να τηρηθούν οι γενικοί κανόνες υγιεινής και έχουν χρησιμοποιηθεί μολυσμένα εργαλεία με τον ιό της ηπατίτιδας C
- αν ανήκετε σε ειδικές ομάδες πληθυσμού με ειδικά προβλήματα υγείας όπως πολυμεταγγιζόμενα άτομα (ομόζυγη μεσογειακή αναιμία, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, αιμορροφιλικοί κλπ) (μετά το 1992 δεν υφίσταται πλέον τέτοιος κίνδυνος) ή αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς (τεχνητός νεφρός κλπ)-αν και σήμερα ο κίνδυνος αυτός είναι σπάνιος- ή μεταμοσχευμένοι ασθενείς με μολυσμένο μόσχευμα-αν και σήμερα θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι μεταμοσχεύσεις είναι απόλυτα ασφαλείς-
- αν ανήκετε στα άτομα με σεξουαλική δραστηριότητα υψηλού κινδύνου όπως εναλλαγή πολλών ερωτικών συντρόφων, σεξουαλική επαφή με ιερόδουλες που δεν έχουν ελεγχθεί για τον ιό αφού μελέτες καταγράφουν υψηλά ποσοστά μόλυνσής τους με τον ιό της ηπατίτιδας C, ομόφυλα ζευγάρια, πρωκτικό ή στοματικό σεξ (λόγω της αυξημένης πιθανότητας τραυματισμού), ερωτική επαφή κατά την διάρκεια της εμμήνου ρύσεως ή με άτομα που πάσχουν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και κυρίως από ερπητική λοίμωξη των γεννητικών οργάνων
- αν κάνετε κοινή χρήση με μολυσμένα άτομα διαφόρων προσωπικών αντικειμένων περιποίησης και φροντίδας του σώματος όπως νυχοκόπτες, ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, ψαλιδάκια, κουρευτικές μηχανές οπότε ευνοείται κυρίως η ενδοοικογενειακή μετάδοση της ηπατίτιδας C
- αν έχετε γεννηθεί από μητέρα με ηπατίτιδα C (κάθετη μετάδοση από μητέρα σε παιδί). Στην ερώτηση μιας μέλλουσας μητέρας για το πώς μπορεί να αποφύγει την μόλυνση του παιδιού της, η απάντηση της ιατρικής κοινότητας θα πρέπει να είναι ότι «δεν γνωρίζουμε ακριβώς». Φαίνεται πως ο κίνδυνος είναι μικρός αφού η μετάδοση είναι σπάνια (3%-5%) σχετιζόμενη με το υψηλό ιικό φορτίο της μητέρας στην έναρξη της γκυμοσύνης, την συλλοίμωξη με το τον ιό του AIDS (>30%) και κάποιους άλλους παράγοντες, μπορεί δε να είναι τόσο στην ενδομήτρια περίοδο ( συμπεριλαμβανομένων και των επεμβατικών μεθόδων ενδομήτριας παρακολούθησης του εμβρύου- πχ αμνιοπαρακέντηση;-) (30%) όσο και στην περιγεννητική περίοδο (επαφή του αίματος της μητέρας με το νεογνό πριν- κατά- μετά- τον τοκετό όπως με το σπάσιμο μεμβρανών, ρήξεων του κόλπου και περινέου, μαιευτικών πρακτικών κλπ)(40%). Η καισαρική τομή ως μέθοδος τοκετού δεν έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης στο νεογνό πλην ίσως της επιλεκτικής καισαρικής
- τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε ένα σημαντικό ποσοστό >30% των ασθενών με ηπατίτιδα C δεν αποκαλύπτεται η έκθεση σε κάποιο παράγοντα κινδύνου μετάδοσης του ιού Η ηπατίτιδα C
ΔΕΝ μεταδίδεται:
- με την τροφή ή το νερό
- με τα μαγειρικά σκεύη και σκεύη σερβιρίσματος
- από την κοινή χρήση τουαλετών
- από τις πισίνες
- από κουνούπια και άλλα έντομα
- με την κοινωνική επαφή (χειραψία, φιλί, αγκαλιά, βήχας, φτέρνισμα), τις εργασιακές, οικιακές και φυσικές δραστηριότητες με την προϋπόθεση της αποφυγής επαφής με μολυσμένο αίμα λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα προστασίας
- με την σεξουαλική επαφή μονογαμικών ετερόφυλων ζευγαριών (πιθανότητα μετάδοσης <1%)
- με το θηλασμό (εκτός και αν η θηλάζουσα έχει τραυματισμό των θηλών των μαστών)
Ηπατίτιδα C: Πως εκδηλώνεται η ηπατίτιδα C (συμπτώματα);
Η φυσική πορεία της νόσου μετά την είσοδο του ιού στο οργανισμό συνίσταται στην πρόκληση της μόλυνσής του, στην φάση της οξείας νόσου, στην μετάπτωσή σε χρόνια ηπατίτιδα και με την πρόοδο του χρόνου στην ανάπτυξη ίνωσης του ήπατος με τελική κατάληξη την ανεπανόρθωτη καταστροφή του δηλαδή την ανάπτυξη κίρρωσης του ήπατος ενώ είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ηπατοκυτταρικός καρκίνος. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της πορείας, η νόσος δεν εμφανίζει συμπτώματα ή η ηπιότητα των συμπτωμάτων είναι τέτοια που συνήθως δεν απασχολεί τους ασθενείς για την αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Όταν εμφανιστούν συμπτώματα συνήθως η νόσος είναι προχωρημένη με σοβαρές συνέπειες για την υγεία του ασθενούς.
Οξεία ηπατίτιδα C
Η οξεία ηπατίτιδα C εμφανίζεται μετά από ένα διάστημα 30-90 ημερών που αντιστοιχεί στο χρόνο επώασης του ιού στον οργανισμό μετά την είσοδό του σε αυτόν. Ωστόσο, μόνον το 20%-30% των μολυσμένων ασθενών θα εμφανίσουν συμπτώματα που προσομοιάζουν με ‘γριππώδη συνδρομή’ και συνήθως διαλάθουν της προσοχής (όπως αδυναμία, κακουχία, ανορεξία, τάση για έμετο, μυαλγίες, αρθραλγίες, κοιλιακό πόνο με εστίαση στη περιοχή του συκωτιού κά) καθώς και παράδοξα παροδικά συμπτώματα όπως απέχθεια στο αλκοόλ, στο κάπνισμα και στις λιπαρές τροφές.
Για τους ασθενείς με οξεία ηπατίτιδα C θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι:
i) το 25% περίπου των ασθενών θα αυτοϊαθούν απομακρύνοντας τον ιό σε ένα διάστημα 2-6 μηνών και μάλιστα σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι ασθενείς με εντονότερα συμπτώματα (εμφάνιση ικτέρου-‘χρυσή’-),
ii) σε σπάνιες ευτυχώς περιπτώσεις (<1%) η οξεία ηπατίτιδα θα έχει βαριά εικόνα και θα χαρακτηριστεί ως κεραυνοβόλος ηπατίτιδα με υψηλή θνητότητα 80%-90% και πιθανή αντιμετώπιση την μεταμόσχευση ήπατος και
iii) το μεγαλύτερο ποσοστό 70%-80% των ασθενών θα μεταπέσει σε χρόνια ηπατίτιδα C.
Χρόνια ηπατίτιδα C
Όπως προαναφέρθηκε, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών μετά την οξεία φάση διάρκειας μεγαλύτερης των 6 μηνών θα μεταπέσει σε χρόνια ηπατίτιδα C αφού δεν θα καταφέρει να αποβάλλει τον ιό. Διατρέχοντας η νόσος κυρίως χωρίς συμπτώματα ή πολύ σπάνια με ήπια συμπτώματα που διαλάθουν της προσοχής, οι μολυσμένοι ασθενείς δυνατόν να μην προκαλούν βλάβη στο συκώτι τους σε ποσοστό περίπου 5%-10% των ασθενών (χρόνιος φορέας της ηπατίτιδας C), εν αντιθέσει με το υπόλοιπο 90%-95% των ασθενών που θα παρουσιάσουν βλάβη (φλεγμονή και ίνωση του ήπατος) και με το 20% εξ αυτών να εμφανίσουν ανεπανόρθωτη βλάβη όπως κίρρωση του ήπατος. Μάλιστα, η εξέλιξη της φλεγμονής και της ίνωσης προς κίρρωση του ήπατος φαίνεται να επιβαρύνεται από τις τυχόν συλλοιμώξεις του ασθενούς με τον ιό της ηπατίτιδας Β και του AIDS, την χρήση αλκοόλ, την μεγαλύτερη ηλικία (άνω των 40 ετών) σε σχέση με την μικρότερη ηλικία των ασθενών, το φύλο όπου οι άνδρες επιβαρύνονται περισσότερο σε σχέση με τις γυναίκες, την παχυσαρκία, τον διαβήτη, την λιπώδη εκφύλιση του ήπατος κά. Η παρουσία κίρρωσης του ήπατος φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης ηπατοκυτταρικού καρκίνου σε ποσοστό 3%-4% ετησίως, ενώ κίρρωση και ηπατοκυτταρικός καρκίνος αποτελούν τα κύρια αίτια θανάτου των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C.
Ηπατίτιδα C: Πως γίνεται η διάγνωση της νόσου της ηπατίτιδας C;
Όπως αναφέρεται συχνά σε αυτό το κείμενο, η ηπατίτιδα C εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή αυτά είναι τόσο ήπια που συνήθως δεν προκαλούν την προσοχή. Η διάγνωση συνήθως γίνεται είτε σε τυχαίο είτε σε στοχευμένο έλεγχο βάσει της υποψίας για πιθανή έκθεση στον ιό (τρόποι μετάδοσής του) ή στα πλαίσια διερεύνησης παθολογικής ηπατικής βιοχημείας σε εξετάσεις αίματος. Οι εξετάσεις για την διάγνωση της ηπατίτιδας C προτείνονται από τον ιατρό σας προκειμένου να αξιολογηθούν από μόνες τους ή συνδυαστικά και με άλλα ιατρικά δεδομένα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως επιβεβαίωση ή μη ύπαρξης της νόσου, της κατάστασης υγείας του συκωτιού και του οργανισμού, την έναρξη ή μη θεραπείας καθώς και προγνωστικά για την νόσο και την αποτελεσματικότητα της τυχόν θεραπείας. Η διάγνωση στηρίζεται σε ειδικές εξετάσεις αίματος όπως είναι η ανίχνευση αντισωμάτων έναντι του ιού (anti-HCV) και στο προσδιορισμό του γενετικού υλικού του ιού και των αντιγράφων του στο αίμα (HCVRNA). Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθούν ότι, το αρνητικό αποτέλεσμα των anti-HCV δεν αποκλείει την νόσο αφού δυνατόν να χρειαστεί χρονικό διάστημα 3-6 μηνών (φαινόμενο ‘παραθύρου’) για να τα παράγει ο οργανισμός ως αποτέλεσμα της έκθεσής του στον ιό καθώς επίσης το θετικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει νόσο αφού και μετά την εκρίζωση του ιού τα αντισώματα δυνατόν να παραμένουν για πολλά χρόνια ή και δια βίου στον οργανισμό. Επιπλέον, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα αντισώματα αυτά δεν είναι εξουδετερωτικά του ιού αφήνοντας ανοσία στο οργανισμό όπως συμβαίνει με άλλους μικροοργανισμούς αλλά αναγνωριστικά της ύπαρξής του. Η επιβεβαίωση της ύπαρξης του ιού γίνεται με τον προσδιορισμό του γενετικού ιικού φορτίου του σε εξέταση αίματος και ονομάζεται HCV-RNA. Και εδώ το αρνητικό του αποτελέσματος δεν αποκλείει την νόσο αφού δυνατόν να χρειαστεί πλέον των 3 μηνών από την έκθεση στον ιό για να εμφανιστεί στο αίμα. Δυνατόν όμως να υποβληθείτε και σε συμπληρωματικές ειδικές εξετάσεις αίματος όπως για τον προσδιορισμό του τύπου του ιού (γονότυπος), την ταυτοποίηση τυχόν εξωηπατικών εκδηλώσεων και τυχόν συλλοιμώξεων αλλά και για τον προσδιορισμό της δραστηριότητας και του επιπέδου βαρύτητας της νόσου. Σε αυτές τις εξετάσεις θα πρέπει να προστεθούν και απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα ήπατος-σπληνός με ή χωρίς μελέτη της ροής του αίματος στο πυλαιοσπληνικό σύστημα αγγείων, η ελαστογραφία ήπατος και η σπανίως σήμερα χρησιμοποιούμενη βιοψία ήπατος. Ειδικά για την ελαστογραφία ήπατος, πρόκειται για μία ακίνδυνη εξέταση που μετρά την σκληρότητα του ήπατος (επίπεδο ίνωσης της νόσου) και έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την βιοψία ήπατος.
Ηπατίτιδα C: Σήμερα, υπάρχει επαρκής θεραπεία για την ηπατίτιδα C;
Μέχρι προσφάτως οι θεραπείες της χρόνιας ηπατίτιδας C χαρακτηρίζονταν, από χαμηλή συμμόρφωση των ασθενών (ακούσια και εκούσια πρώϊμη διακοπή της θεραπείας) λόγω της μακροχρόνιας λήψης ενέσιμων κυρίως μορφών φαρμάκων που εμφάνιζαν πολλές και σοβαρές παρενέργειες αλλά και από μικρή αποτελεσματικότητα (δεν ξεπερνούσε το 50% και αυτό το ποσοστό σε λίγες περιπτώσεις) μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης του ασθενούς με υποτροπή της νόσου μετά την διακοπή της θεραπείας. Σήμερα όμως οι νέες θεραπείες χαρακτηρίζονται από υψηλή αποτελεσματικότητα (>95% και
σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και 100% μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης ακόμα και εκρίζωσης του ιού), υψηλή συμμόρφωση στην θεραπεία αφού πρόκειται για βραχυχρόνια θεραπεία (8-12
εβδομάδες) με χάπια που έχουν ελάχιστες ήπιες παρενέργειες ώστε να μπορούμε να μιλάμε για δυνατότητα παγκόσμιας εκρίζωσης της χρόνιας ηπατίτιδας C στο άμεσο μέλλον.
Ηπατίτιδα C: Μπορούμε να προφυλαχθούμε από την ηπατίτιδα C (πρόληψη);
‘Επίνοσα’ άτομα
Τα άτομα που δεν έχουν μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας C (‘επίνοσα’ άτομα) θα πρέπει να ακολουθούν τους γενικούς κανόνες υγιεινής καθώς και ειδικά μέτρα προστασίας, αναλόγως της ατομικής έκθεσης στο κίνδυνο και κυρίως της ομάδας του γενικού πληθυσμού που ανήκουν και της επικινδυνότητάς τους για πιθανή μόλυνση από τον ιό. Δυστυχώς μέχρι σήμερα η λύση της ενεργητικής ανοσοποίησης με εμβολιασμό κατά του ιού της ηπατίτιδας C ως μέσο πρόληψης δεν είναι δυνατή λόγω τεχνικών προβλημάτων στην παραγωγή του, αν και θα πρέπει να αναφερθεί ότι γίνονται σημαντικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Γνωρίζοντας τον τρόπο μετάδοσης του ιού εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να προστατευτούμε από μία ενδεχόμενη μόλυνση. Έτσι κάποια από αυτά τα μέτρα είναι: η μη χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών, κοινών συριγγών και βελονών, η αποφυγή κοινής χρήσης προσωπικών ειδών όπως οδοντόβουρτσες, ξυραφάκια κλπ, η χρήση προφυλακτικού κατά την σεξουαλική επαφή πλην ίσως της περίπτωσης μονογαμικών ετερόφυλων ζευγαριών, η χρήση προστατευτικών ειδών όπως γάντια, μάσκα, γυαλιά, ποδιές κά, η περιποίηση και η προστασία ανοικτών πληγών του σώματος αν έρχεστε σε στενή επαφή με γνωστό πάσχοντα από ηπατίτιδα C καθώς και να γίνεται σωστή διαχείριση μέσω απόρριψης ή απολύμανσης των διαφόρων μολυσμένων υλικών και εργαλείων όπως βελόνες, σύριγγες, αιχμηρά αντικείμενα και άλλα ιατρικά εργαλεία. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στην ικανότητα του ιού να επιβιώνει στο εξωτερικό περιβάλλον για 16 ώρες έως 4 ημέρες σε συνήθη θερμοκρασία περιβάλλοντος καθώς και μέχρι 20ημέρες σε ιδιαίτερες συνθήκες όπως πχ μέσα σε σύριγγες. Για το λόγο αυτό οι μολυσμένες με τον ιό εξωτερικές επιφάνειες (παρουσία ξεραμένου ή προσφάτου αίματος) θα πρέπει να απολυμαίνονται με αδιάλυτη χλωρίνη και να απορρίπτονται υλικά ή εργαλεία μιας χρήσης (όπως πχ οι σύριγγες).
Νοσούντα άτομα
Τα νοσούντα από ηπατίτιδα C άτομα θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή ιατρική παρακολούθηση, να μειώνουν την φυσική τους δραστηριότητα σε περιόδους που η νόσος παρουσιάζει ενεργότητα, να
εμβολιάζονται για τις ηπατίτιδες Α και Β, να αποφεύγουν την κατανάλωση αλκοόλ, να αποφεύγουν-εφόσον είναι δυνατόν-την χρήση δυνητικά ηπατοτοξικών φαρμάκων σε συνεννόηση με τον ιατρό τους,να μην μοιράζονται με άλλους τα προσωπικά τους αντικείμενα αφού μπορεί να φέρουν αίμα πχ ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες κλπ, να καλύπτουν κάθε ανοικτή πληγή στο σώμα τους, να καθαρίζουν με αδιάλυτη χλωρίνη την τυχόν παρουσία του αίματός τους στις διάφορες επιφάνειες και να ενημερώνουν το περιβάλλον τους ώστε να λαμβάνονται τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας από τα άτομα με τα οποία έρχονται σε επαφή. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει, ότι τα άτομα αυτά δεν θα πρέπει να περιθωριοποιούνται κοινωνικά τουναντίον θα πρέπει να διατηρούν την κοινωνική, εργασιακή και φυσική τους δραστηριότητα εφόσον λαμβάνονται μέτρα προστασίας.
Ηπατίτιδα C: Συνοψίζοντας…
Χρειάστηκαν 30 και πλέον χρόνια επιστημονικής έρευνας για να έχουμε μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της νόσου της ηπατίτιδας C (ανακάλυψη του αιτίου της ηπατίτιδας, επαρκή μέσα διάγνωσης και παρακολούθησης της νόσου αλλά και ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία), ώστε σήμερα να μπορούμε να μιλάμε για δυνατότητα εξάλειψης της νόσου. Έτσι, το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στην ανεύρεση των ατόμων που πάσχουν από ηπατίτιδα C. Αυτά τα άτομα δυνατόν να μην γνωρίζουν ότι πάσχουν εξαιτίας της ύπουλης διαδρομής της νόσου (ασθενείς χωρίς συμπτώματα) και κατά συνέπεια να επιβαρύνεται η υγεία τους καταλήγοντας στα συμπτωματικά τελικά στάδια της εξέλιξής της που είναι η κίρρωση του ήπατος και ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος αποτελώντας τις κύριες αιτίες θανάτου των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C. Εξάλλου, σήμερα αν και οι κύριες εστίες μόλυνσης ελέγχονται επαρκώς με αποτέλεσμα οι νέες περιπτώσεις να έχουν μειωθεί δραματικά μετά το 1992, περιπτώσεις από ομάδες πληθυσμού υψηλού κινδύνου αλλά και ατόμων με πιθανή μόλυνση κατά το παρελθόν εξακολουθούν να παραμένουν αδιάγνωστες αποτελώντας εστίες μόλυνσης για τους υγιείς με αποτέλεσμα την διαιώνιση της νόσου. Για το σκοπό αυτό, αν ανήκετε στα άτομα που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945-1980 ή/και αναγνωρίζεται την πιθανή έκθεσή σας στον ιό βάσει του τρόπου μετάδοσής του (βλ. παραπάνω) ή/και είστε ή υπήρξατε χρήστης ενδοφλέβιων ναρκωτικών ή τρόφιμοι φυλακών, αναζητήστε την συμβουλή του γαστρεντερολόγου σας προκειμένου να υποβληθείτε στις κατάλληλες εξετάσεις. Αν τελικά αποδειχθεί ότι πάσχετε από χρόνια ηπατίτιδα C και αφού εκτιμηθείτε από τον ιατρό σας για την κατάσταση της υγείας σας (και με την χρήση κάποιων ειδικών εξετάσεων), δυνατόν να υποβληθείτε σε θεραπεία. Σήμερα η θεραπεία της ηπατίτιδας C στηρίζεται σε νέα φάρμακα που εξασφαλίζουν, την συμμόρφωση του ασθενούς-αφού χορηγούνται σε μορφή χαπιών και είναι καλύτερα ανεκτά-, είναι ασφαλή- αφού έχουν λίγες και ήπιες παρενέργειες- και λίαν αποτελεσματικά-αφού εξασφαλίζουν στους ασθενείς έως και 100% παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης ή και εκρίζωσης του ιού-. Με αυτές τις νέες θεραπείες αναχαιτίζεται η εξέλιξη της νόσου σταματώντας την καταστροφική της δράση στον ασθενή. Δικαίως η διεθνής ιατρική κοινότητα ευελπιστεί στην εξάλειψη της ηπατίτιδας C μέσα στις επόμενες 1-2 δεκαετίες, υποστηριζόμενη όμως και από συλλογικές δράσεις αναγνώρισης και αντιμετώπισης της νόσου στον γενικό πληθυσμό («Ευρωπαϊκό Μανιφέστο εξάλειψης της ηπατίτιδας C», «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C»). Τέλος, τα άτομα με ηπατίτιδα C δεν θα πρέπει να απομονώνονται κοινωνικά διατηρώντας την δυνατότητά τους για πλήρη κοινωνική, εργασιακή και φυσική δραστηριότητα αρκεί να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τόσο από τους ίδιους ασθενείς όσο και από τα άτομα που συναναστρέφονται τους ασθενείς.
Γιάννης Δρίκος, Γαστρεντερολόγος